Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

made real


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο made παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: real
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: made, make

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
made adj (produced, manufactured)που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε περίφρ
  κατασκευασμένος, φτιαγμένος μτχ πρκ
 The label on this toy says "Made in Taiwan".
 Η ετικέτα πάνω στο παιχνίδι γράφει «Κατασκευάστηκε στην Ταϊβάν».
made adj (how created)που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε περίφρ
  κατασκευασμένος, φτιαγμένος μτχ πρκ
 All of these garments were made by hand.
 Όλα αυτά τα ρούχα κατασκευάστηκαν (or: φτιάχτηκαν) στο χέρι.
 Όλα αυτά τα ρούχα είναι κατασκευασμένα (or: φτιαγμένα) στο χέρι.
made,
-made
adj
(made in specified way)-φτιαγμένος επίθημα
  φτιαγμένος, κατασκευασμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: Used in combination
 This screwdriver is nicely made and will not break.
 Αυτό το κατσαβίδι είναι καλοφτιαγμένο και δεν θα χαλάσει.
made,
-made
adj
(with an adjective: crafted, built) (σε γενική)κατασκευής ουσ θηλ
  φτιαγμένος, κατασκευασμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: Used in combination
 Larry drives a British-made car.
 Ο Λάρυ οδηγεί αυτοκίνητο αγγλικής κατασκευής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
made adj US, slang (accepted into the mafia) (μτφ, αργκό)που έχει βαπτιστεί περίφρ
 He was made by one of the powerful families the day after he shot six of its rivals.
 Βαπτίστηκε από μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες την επόμενη μέρα αφότου πυροβόλησε έξι από τους αντιπάλους της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
make [sth] vtr (construct)φτιάχνω, κατασκευάζω ρ μ
 The children made houses with blocks.
 Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.
make [sth] vtr (manufacture)φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω ρ μ
 That factory makes bolts.
 Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες.
make [sth] vtr (fashion)φτιάχνω ρ μ
 The weavers made a hat from palm fronds.
 Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.
make [sth] vtr (prepare)φτιάχνω, κάνω ρ μ
 My mother wants to make a cake for my party.
 Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.
make [sth] vtr (create, cause)κάνω, προκαλώ, δημιουργώ ρ μ
 The dogs made a commotion in the street.
 Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.
make [sb] do [sth] v expr (compel) (καθομ: κπ να κάνει κτ)βάζω, κάνω ρ μ
  (επίσημο)υποχρεώνω, αναγκάζω ρ μ
 My parents make me eat vegetables.
 Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.
make [sb] vtr informal (force)αναγκάζω ρ μ
 I won't go! You can't make me!
 Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!
make [sb] do [sth],
make [sth] do [sth]
vtr
(cause to) (κπ/κτ να κάνει κτ)κάνω ρ μ
 He never fails to make me laugh.
 Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω.
make [sb] [sth] vtr (+ adj: cause to be)κάνω ρ μ
 You make me happy.
 Με κάνεις χαρούμενο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
make n (brand)μάρκα ουσ θηλ
 What make of car do you drive? Toyota? What make is your computer?
 Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου; Είναι Τογιότα;
make n (build, stature)κατασκευή ουσ θηλ
  (καθομ, ανεπ: για σώμα)κοψιά ουσ θηλ
 He is of a lean make, and could be an excellent athlete.
 Έχει λεπτή κοψιά και μπορεί να γίνει εξαιρετικός αθλητής.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι ανθεκτική κατασκευή και αξίζει τα λεφτά της.
make [sth] of [sth] v expr (interpret) (από κάτι)καταλαβαίνω ρ μ
  βγάζω συμπέρασμα περίφρ
  συμπεραίνω ρ μ
  έχω γνώμη περίφρ
 I don't know what to make of his actions. What do you make of this car?
 Δεν ξέρω τι πρέπει να καταλάβω από τις πράξεις του.
 Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι;
make for [sth] vi + prep (move towards)πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς ρ αμ + πρόθ
 The fleet made for port.
 Ο στόλος πήγε (or: κατευθύνθηκε) προς το λιμάνι.
make [sth] vtr (bring into existence)κάνω ρ μ
 Let's make a baby!
 Ας κάνουμε ένα μωρό!
make [sth] vtr (take: a decision, choice)παίρνω ρ μ
  (επίσημο)λαμβάνω ρ μ
 It's a difficult choice, but someone has to make it.
 Είναι δύσκολη απόφαση αλλά κάποιος πρέπει να την πάρει.
make [sth] vtr (utter)κάνω ρ μ
 The politician made an impassioned plea for change.
 My colleague is always making unpleasant remarks.
 Ο πολιτικός έκανε παθιασμένη έκκληση για αλλαγή. // Ο συνάδελφός μου κάνει συνεχώς άσχημα σχόλια.
make [sth] vtr (enter into: agreement, deal)κάνω ρ μ
  (επίσημο)πραγματοποιώ, συνάπτω ρ μ
 The parties involved made an agreement.
 Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.
make [sth] vtr (fix: date, appointment) (μεταφορικά)κλείνω ρ μ
 Please call first to make an appointment.
 Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού.
make [sth] vtr (train, plane: reach in time)προλαβαίνω ρ μ
 I have to run if I want to make my train.
 Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου.
make [sth] vtr (put down: a payment) (πληρωμή)πραγματοποιώ ρ μ
  (ποσό)καταβάλλω ρ μ
  (ποσό, δόση)πληρώνω ρ μ
 Adam makes a payment on his car each month.
 Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα.
make [sth] vtr (bed: make tidy) (καθομιλουμένη)φτιάχνω ρ μ
  στρώνω ρ μ
 The girls must make their beds every morning.
 Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί.
make [sth] vtr (establish: name)κάνω, φτιάχνω ρ μ
 Bill is trying to make a name for himself in the business.
 Ο Μπιλ προσπαθεί να κάνει (or: φτιάξει) ένα όνομα στην επιχείρηση.
make [sth] vtr (appoint) (καθομιλουμένη)κάνω ρ μ
  ορίζω ρ μ
  (με μισθό)διορίζω ρ μ
 The president is going to make Chris a vice-president.
 Ο πρόεδρος σκοπεύει να κάνει τον Κρις αντιπρόεδρο.
 Ο πρόεδρος σκοπεύει να ορίσει τον Κρις ως αντιπρόεδρο.
make [sth] vtr (achieve, reach) (μεταφορικά)πιάνω ρ μ
 The sales team hopes to make its numbers this month.
 Η ομάδα πωλήσεων ευελπιστεί να πιάσει τα ποσοστά της αυτό τον μήνα.
make [sth] vtr (establish, set)φτιάχνω ρ μ
  ορίζω ρ μ
  (νόμος)θεσπίζω ρ μ
 Legislatures make laws.
 Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους.
make [sth] vtr (commit: a mistake, etc.)κάνω ρ μ
 I made a mistake when I spent that money.
 Έκανα λάθος που ξόδεψα αυτά τα χρήματα.
make [sth] vtr (attain: position, rank)γίνομαι ρ συνδ
 Francis is trying to make Captain.
 Ο Φράνσις προσπαθεί να γίνει Λοχαγός.
make [sth] vtr informal (earn acceptance into)καταφέρνω να μπω σε κτ έκφρ
  μπαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Only half of people at tryouts made the team.
 Μόνο οι μισοί από όσους πήραν μέρος στα δοκιμαστικά κατάφεραν να μπουν στην ομάδα.
make [sth] vtr (equal) (καθομιλουμένη)κάνω ρ μ
 Two and two makes four.
 Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.
make [sth] vtr (be the essence of) (καθομιλουμένη)κάνω ρ μ
  τα στοιχεία περίφρ
 What makes a good writer?
 Ποια είναι τα στοιχεία ενός καλού συγγραφέα;
make [sb] vtr US, slang (seduce) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ρίχνω ρ μ
  καταφέρνω ρ μ
 He may try to make her, but he won't succeed.
make [sth] vtr (reach, form)σχηματίζω, διαμορφώνω ρ μ
  (επίσημο)προβαίνω σε ρ αμ + πρόθ
 Leanne is always quick to make judgments.
 Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα.
make [sth] vtr (arrive at)φτάνω σε, καταφθάνω σε ρ αμ + πρόθ
 The ship made port early in the morning.
 Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι νωρίς το πρωί.
make [sth] vtr informal (appear on) (καθομιλουμένη)βγαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (έντυπα μέσα)μπαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 The disaster made the evening news.
 Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.
make [sth] vtr (score: a goal, etc.)βάζω, πετυχαίνω ρ μ
 The player made a goal in the second period.
 Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.
make [sth] vtr informal (manage to attend)καταφέρνω να πάω σε κτ έκφρ
  καταφέρνω να έρθω σε κτ έκφρ
  (πιο επίσημο)καταφέρνω να παρευρεθώ σε έκφρ
 Sorry I couldn't make yesterday's meeting.
 Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση.
make [sth] vtr (earn)βγάζω ρ μ
  κερδίζω ρ μ
 Jeff makes $80,000 a year.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
made | make
ΑγγλικάΕλληνικά
a match made in heaven n figurative (lovers: perfect couple)τέλειο ζευγάρι φρ ως ουσ ουδ
  (μεταφορικά)αδερφές ψυχές φρ ως ουσ θηλ πλ
 It was a match made in heaven, and they lived happily ever after.
a match made in heaven n figurative (things: perfect pairing)που ταιριάζει τέλεια περίφρ
  (μεταφορικά)που ταιριάζει γάντι περίφρ
  (μεταφορικά)που έρχεται κουτί περίφρ
bitch-made adj pejorative, vulgar, offensive, informal, US (worthless) (καθομιλουμένη)που δεν αξίζει μία περίφρ
  άχρηστος επίθ
custom-made,
custom made
adj
(bespoke, made to order)κατά παραγγελία έκφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 The millionaire wore only custom-made suits.
 His office furniture was custom made.
factory-made adj (produced in factory)εργοστασιακός επίθ
  φτιαγμένος σε εργοστάσιο περίφρ
foreign made,
foreign-made
adj
(manufactured overseas)κατασκευασμένος στο εξωτερικό περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 Why buy a foreign-made product when you can get a domestic one cheaper?
have it made v expr slang (be successful) (αργκό)την κάνω λαχείο έκφρ
have it made v expr slang (have guarantee of success)έχω εγγυημένη επιτυχία έκφρ
 Get a good degree at Oxford or Cambridge and you've got it made!
homemade,
home-made
adj
(made at home, handmade)σπιτικός, χειροποίητος επίθ
 Home-made cakes always taste better than factory-made ones.
homemade,
home-made
adj
(made by self)χειροποίητος επίθ
 It looked to me like his furniture was all homemade.
homemade,
home-made
adj
(makeshift)αυτοσχέδιος, πρόχειρος επίθ
 The boys raced down the hill in their homemade go-kart.
made by adj (manufactured or crafted by) (με τεχνητά μέσα)κατασκευασμένος από μτχ πρκ + πρόθ
  (τεχνητά ή με το χέρι)φτιαγμένος από μτχ πρκ + πρόθ
 This beautiful cap was made by native Peruvians.
have [sth] made for [sb/sth] v expr (request special creation)κάνω κτ ειδική παραγγελία περίφρ
  ζητάω να μου φτιάξουν κτ περίφρ
  παραγγέλνω να μου φτιάξουν κτ περίφρ
Σχόλιο: Υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί τρόποι απόδοσεις ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
 She had a gown made for the gala.
be made for each other,
be made for one another
v expr
informal, figurative (be ideally suited to each other) (μόνο για καλό)είναι φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, είναι πλασμένος ο ένας για τον άλλο έκφρ
  (μεταφορικά)κύλισε ο τέτζερης και βρήκε το καπάκι έκρφ
 What a lovely couple; they're made for each other.
 Those two business partners are equally nasty; they're made for one another.
be made for [sth/sb] v expr informal, figurative (be ideally suited to) (μεταφορικά)κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μου έκφρ
 This job matches your qualifications and experience perfectly; it's made for you!
 Αυτή η εργασία ταιριάζει απόλυτα με τα προσόντα και την εμπειρία σου. Είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου!
made into adj (turned or transformed into)μετατρέπομαι σε ρ αμ + πρόθ
  γίνομαι ρ μ
 Re-cycled garden waste can be made into compost.
 Τα ανακυκλωμένα απόβλητα του κήπου μπορούν να μετατραπούν σε λίπασμα.
 Τα ανακυκλωμένα απόβλητα του κήπου μπορούν να γίνουν λίπασμα.
made of,
made from,
made out of
adj
(built out of)φτιαγμένος από περίφρ
  από επίρ
  κατασκευασμένος από περίφρ
 Those cabinets are made of oak while these cabinets over here are made of pine.
 Αυτά τα ντουλάπια είναι από οξιά ενώ αυτά εδώ είναι από πεύκο.
 Αυτά τα ντουλάπια είναι κατασκευασμένα από οξιά ενώ αυτά εδώ είναι κατασκευασμένα από πεύκο.
made of adj informal (capable of, strong enough for) (μεταφορικά)που έχει κότσια, που το λέει η καρδιά του περίφρ
  τι αξίζω έκφρ
 In the army, young men find out what they're really made of.
 A crisis is an opportunity to show what you're made of.
 Στον στρατό οι νέοι ανακαλύπτουν αν το λέει η καρδιά τους στ' αλήθεια.
 Μια κρίση είναι ευκαιρία να δείξεις τι πραγματικά αξίζεις.
be made of money v expr figurative, informal (rich) (καθομιλουμένη, μτφ)μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια έκφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)γεννάω λεφτά έκφρ
 My daughter's Christmas list is four pages long; she must think we're made of money!
made to measure,
made-to-measure
adj
(designed specifically for [sb/sth])κατά παραγγελία έκφρ
  ειδική κατασκευή έκφρ
  ειδική παραγγελία έκφρ
  κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου έκφρ
Σχόλιο: Hyphens are used when the adjective precedes the noun.
made to order,
made-to-order
adj
(custom made)κατά παραγγελία φρ ως επίθ
  φτιαγμένος κατά παραγγελία περίφρ
Σχόλιο: hyphens used when term is an adj before a noun
 Clothes that are made to order ought to fit better than off-the-rack clothes.
 Service is slow because each dish is made to order.
made up,
made-up
adj
(invented, imaginary)φανταστικός επίθ
  (μεταφορικά)που τον έχω βγάλει από το μυαλό μου έκφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the term precedes the noun.
 Don't give me a made-up story. I want to know the truth.
 Μη μου λες μια ιστορία που έβγαλες από το μυαλό σου. Θέλω να μάθω την αλήθεια.
made-up adj (wearing cosmetics)μακιγιαρισμένος μτχ πρκ
  που φοράει μακιγιάζ περίφρ
  (ανεπίσημο, παλαιό)φτιασιδωμένος μτχ πρκ
 She's so heavily made-up, you can't tell what she really looks like.
 Είναι τόσο πολύ μακιγιαρισμένη που δεν μπορείς να καταλάβεις πως είναι στην πραγματικότητα.
made-up adj (mind: decided) (άποψη)προαποφασισμένος μτχ πρκ
 A meeting was held to discuss the plans, but most people arrived with already made-up minds.
 Πραγματοποιήθηκε συνάντηση για να συζητηθούν τα σχέδια. Οι περισσότεροι, όμως, προσήλθαν έχοντας ήδη πάρει την απόφασή τους.
made up of [sth] expr (comprising)που αποτελείται από κτ περίφρ
  αποτελούμενος από κτ περίφρ
 A computer is made up of many high-tech components.
 Ένας υπολογιστής αποτελείται από πολλά εξαρτήματα υψηλής τεχνολογίας.
made up adj UK, regional, informal (pleased) (αργκό)γουστάρω ρ αμ
  (αργκό, συνήθως αόριστος)φτιάχτηκα ρ αμ
  (καθομιλουμένη)πολύ χαίρομαι έκφρ
 It's great that you could come. I'm made up!
 Τι καλά που μπόρεσες να έρθεις. Γουστάρω!
 Τι καλά που μπόρεσες να έρθεις. Φτιάχτηκα!
made up about [sth],
made up with [sth]
expr
UK, regional, informal (pleased) (καθομιλουμένη)ξετρελαμένος με κτ έκφρ
  (μεταφορικά)κτ μου έχει πάρει τα μυαλά έκφρ
  (αργκό)γουστάρω ρ μ
 I'm made up about my new car!
 Είμαι ξετρελαμένος με το καινούργιο μου αυτοκίνητο.
 Το γουστάρω το καινούριο μου αυτοκίνητο.
man-made,
also US: manmade
adj
(artificial or synthetic)τεχνητός επίθ
  (μεταφορικά)φτιαγμένος από ανθρώπινο χέρι, κατασκευασμένος από ανθρώπινο χέρι έκφρ
 Nylon is a man-made fibre used in the clothing industry.
pre-made adj (ready-prepared)έτοιμος επίθ
  προπαρασκευασμένος μτχ πρκ
ready-made adj (already made for sale)έτοιμος επίθ
  (καθομιλουμένη)αγοραστός επίθ
  (μειωτικό)ετοιματζίδικος, ετοιματζήδικος επίθ
  (όχι φαγητό)προκατασκευασμένος, προπαρασκευασμένος μτχ πρκ
 We eat ready-made meals almost every day for supper during the week.
ready-made adj figurative (excuse, etc.: existing, available) (μεταφορικά)φτηνός επίθ
 Cathy's visiting sister provided a ready-made excuse for her not to go to her aerobics class.
self-made adj (independently successful) (πέτυχε χωρίς βοήθεια)αυτοδημιούργητος επίθ
 Ross is a self-made businessman who started his life in poverty.
self-made man n (male: successful through own hard work)αυτοδημιούργητος επίθ ως ουσ αρσ
tailor-made adj (custom produced, bespoke)κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου έκφρ
  επί παραγγελία φρ ως επίθ
 Savile Row in London is the best place to get a tailor-made suit.
tailor-made for [sth/sb] adj figurative (perfectly suited) (μεταφορικά)κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου έκφρ
  ιδανικός για κτ/κπ επίθ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)ό,τι πρέπει για κτ/κπ έκφρ
  που μου έρχεται κουτί έκφρ
 Jim has always loved trains, so his new job as a train driver is tailor-made for him.
well made,
well-made
adj
(sturdy, built to last)στέρεος, ανθεκτικός επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 He was a very well-made young man indeed.
well made,
well-made
adj
(finely crafted)καλοφτιαγμένος μτχ πρκ
 Only master craftsmen can produce well-made furniture.
work for hire,
work made for hire
n
US ([sth] created for job)παραγγελία ουσ θηλ
  έργο κατά παραγγελία φρ ως ουσ ουδ
 The piece is a work for hire, so the artist cannot collect royalties.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'made real' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση made real στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «made real».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!